- ἔμμορφος
- ἔμ-μορφος, mit Gestalt begabt, körperlich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἔμμορφος — endued with form masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμμορφος — η, ο (Α ἔμμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή, σχήμα … Dictionary of Greek
ἔμμορφον — ἔμμορφος endued with form masc/fem acc sg ἔμμορφος endued with form neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμμόρφους — ἔμμορφος endued with form masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμμορφα — ἔμμορφος endued with form neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek
εύμορφος — η, ο και ἔμορφος, η, ο και ὄμορφος, η, ο (ΑΜ εὔμορφος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη… … Dictionary of Greek